- ἐξωμίας
- ἐξωμίᾱς , ἐξωμίαςone with arms bare to the shouldermasc acc plἐξωμίᾱς , ἐξωμίαςone with arms bare to the shouldermasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξωμίας — ο (Α ἐξωμίας) νεοελλ. ρυγχοφόρο κολεόπτερο έντομο αρχ. αυτός που φοράει ένδυμα χωρίς μανίκια και έχει τα χέρια του γυμνά ώς τους ώμους … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek